- σκευογραφία
- σκευο-γρᾰφία, ἡ,A inventory of furniture, etc., PLond.2.191.1 (ii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκευογραφία — ἡ, Α απογραφή, καταγραφή τών σκευών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκεῦος + γραφία*] … Dictionary of Greek
σκευογραφικός — η, όν, Α [σκευογραφία] 1. αυτός που περιγράφει σκεύη ή εργαλεία 2. (το ουδ. ως κύριο όν.) Σκευογραφικόν τίτλος έργου τού Ερατοσθένους στο οποίο γίνεται περιγραφή παλαιών σκευών και οργάνων … Dictionary of Greek